- πολυάγκιστρος
- πολῠ-άγκιστρος, ον,A with many hooks, Opp.H.3.78.II πολυάγκιστρον, τό, night-line, Arist.HA532b25, 621a16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυάγκιστρος — η, ο / πολυάγκιστρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά άγκιστρα 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάγκιστρο(ν) αλιευτικό όργανο που έχει πολλά αγκίστρια για ψάρια επιφάνειας («ἁλίσκονται δέ... πολυαγκίστροις ἐν ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πολυάγκιστρον — πολυάγκιστρος with many hooks masc/fem acc sg πολυάγκιστρος with many hooks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαγκίστροις — πολυάγκιστρος with many hooks masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαγκίστροισιν — πολυάγκιστρος with many hooks masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαγκίστρου — πολυάγκιστρος with many hooks masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαγκίστρων — πολυάγκιστρος with many hooks masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)